- συνενδιαφερόμενος
- -η, -ο, Ναυτός που ενδιαφέρεται από κοινού με κάποιον για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… … Dictionary of Greek